- ἡμιτόμιον
- ἡμιτόμιονcut in twoneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ημιτόμιον — ἡμιτόμιον, τὸ (Α) (για τα κουκιά) υποκορ. τού ημίτομον*, το ένα από τα δύο τμήματα στα οποία είναι διχοτομημένος ο καρπός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημί τομον + υποκορ. κατάλ. ιον, πρβλ. κοράσ ιον, παιδ ίον] … Dictionary of Greek
ἡμιτομίου — ἡμιτόμιον cut in two neut gen sg ἡμιτομίας half an eunuch masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… … Dictionary of Greek
ԽԵՂԵՓ — ( ) NBH 1 0939 Chronological Sequence: Early classical, 14c գ. ἠμιτόμιον, ἠμιτόμα dimidia pars, dimidium. Մասն եւ մասն իրիբաժանելոյ. համամասն. կէսն կամ կիսաբաժին. *Ի կողմէ միոջէ եղեւ կինն, եւ իբրեւ խեղեփք են երկոքին. Վասն այնորիկ օգնական կոչէ, զի … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)